© Ελληνικός Πολιτισμός - Γιάννης Παπαθανασίου
Ενότητα 1η
Εἰ
ἐν Ἰλίῳ Ἑλένη ἦν,
|
Αν η Ελένη βρισκόταν
στην Τροία,
|
ἀπέδοντο
ἄν αὐτὴν τοῖς Ἕλλησιν οἱ Τρῶες,
|
οι Τρώες θα την
έδιναν στους Έλληνες,
|
ἑκόντος
γε ἤ ἄκοντος Ἀλεξάνδρου.
|
με τη θέληση ή χωρίς
τη θέληση του Αλέξανδρου.
|
Οὐ
γὰρ δὴ οὕτω γε φρενοβλαβής ἦν Πρίαμος
|
Γιατί βέβαια δεν
ήταν τόσο παράφρονας ο Πρίαμος
|
οὐδὲ
οἱ ἄλλοι Τρῶες,
|
ούτε οι άλλοι Τρώες,
|
ὥστε
τοῖς σφετέροις σώμασι καὶ τοῖς τέκνοις καὶ τῇ πόλει κινδυνεύειν ἐβούλοντο,
|
ώστε να βάζουν σε
κίνδυνο τη ζωή τη δική τους και των παιδιών τους και της πόλης τους,
|
ὅπως
Ἀλέξανδρος Ἑλένη συνοικῇ.
|
για να ζει ο
Αλέξανδρος μαζί με την Ελένη.
|
Εἰ
δὲ τοι καὶ ἐν τοῖς πρώτοις χρόνοις ταῦτα ἐγίγνωσκον,
|
Κι αν βέβαια και στα
πρώτα χρόνια είχαν αυτή τη γνώμη,
|
ἐπεὶ
πολλοὶ μὲν τῶν ἄλλων Τρώων,
|
όταν πολλοὶ άλλοι
Τρώες
|
μάλιστα
δὲ οἱ αὑτοῦ υἱεῖς, ἀπώλλυντο,
|
και μάλιστα και τα
παιδιά του, σκοτώνονταν
|
ὁπότε
συμμίσγοιεν τοῖς Ἕλλησιν,
|
όσες φορές
συγκρούονταν με τους Έλληνες,
|
Πρίαμος,
εἰ καὶ αὐτὸς Ελένη συνώκει,
|
ο Πρίαμος, ακόμη κι
αν συγκατοικούσε ο ίδιος με την Ελένη,
|
ἀπέδωκεν
ἄν αὐτὴν Μενελάῳ,
|
θα την επέστρεφε στο
Μενέλαο,
|
ἵνα
αὐτὸς καὶ οἱ ὑπήκοοι αὐτοῦ ἀπαλλαγεῖεν τῶν παρόντων κακῶν.
|
για να απαλλαγούν ο
ίδιος και οι υπήκοοί του από τις συμφορές της εποχής τους.
|
Ἀλλ’
οὐ γὰρ εἶχον Ἑλένην ἀποδοῦναι
|
Αλλά δεν είχαν την
Ελένη, για να την επιστρέψουν
|
οὐδὲ
λέγουσιν αὐτοῖς τὴν ἀλήθειαν ἐπίστευον οἱ Ἕλληνες,
|
ούτε τους πίστευαν
οι Έλληνες, παρόλο που αυτοί έλεγαν την αλήθεια,
|
ὡς
μὲν ἐγὼ γνώμην ἀποφαίνομαι,
|
όπως εγώ πιστεύω,
|
τοῦ
δαιμονίου παρασκευάζοντος
|
επειδή ο θεός
μηχανευόταν
|
ὅπως
πανωλεθρίᾳ ἀπολόμενοι
|
με την ολοκληρωτική
τους καταστροφή
|
καταφανὲς
τοῦτο τοῖς ἀνθρώποις ποιήσωσι,
|
να κάνουν ολοφάνερο
στους ανθρώπους αυτό
|
ὡς
τῶν μεγάλων ἀδικημάτων
|
ότι δηλαδή για
τις μεγάλες αδικίες
|
μεγάλαι
εἰσὶ καὶ αἱ τιμωρίαι παρὰ τῶν θεῶν.
|
μεγάλες είναι και οι
τιμωρίες από τους θεούς.
|
Θυσία για την πατρίδα
Ὥστε προσήκει τούτους εὐδαιμονεστάτους ἡγεῖσθαι,
|
Επομένως ταιριάζει να θεωρούμε αυτούς πάρα πολύ ευτυχισμένους,
|
οἵτινες ὑπὲρ μεγίστων καὶ καλλίστων κινδυνεύσαντες
|
οι οποίοι αφού κινδύνευσαν για τα πιο μεγάλα και τα πιο ωραία
|
οὕτω τὸν βίον ἐτελεύτησαν,
|
έτσι τελείωσαν τη ζωή τους,
|
οὐκ ἐπιτρέψαντες περὶ αὑτῶν τῇ τύχη
|
χωρίς να εμπιστευθούν τους εαυτούς τους στην τύχη
|
οὐδ’ ἀναμείναντες τὸν αὐτόματον θάνατον,
|
ούτε να περιμένουν το φυσικό θάνατο,
|
ἀλλ’ ἐκλεξάμενοι τὸν κάλλιστον.
|
αλλά με το να προτιμήσουν τον πιο ωραίο.
|
καὶ γὰρ τοι ἀγήρατοι μὲν αὐτῶν αἱ μνῆμαι,
|
Και γι’ αυτό βέβαια είναι αγέραστες οι μνήμες τους
|
ζηλωταὶ δὲ ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων αἱ τιμαί·
|
και αξιοζήλευτες οι τιμές τους απ’ όλους τους ανθρώπους·
|
οἵ πενθοῦνται μὲν διὰ τὴν φύσιν ὡς θνητοί,
|
αυτοί πενθούνται λόγω της φύσης τους ως θνητοί,
|
ὑμνοῦνται δὲ ὡς ἀθάνατοι διὰ τὴν ἀρετήν.
|
εξυμνούνται όμως ως αθάνατοι λόγω της γενναιότητάς τους.
|
καὶ γὰρ τοι θάπτονται δημοσίᾳ,
|
Και γι’ αυτό βέβαια θάβονται με δημόσια φροντίδα
|
καὶ ἀγῶνες τίθενται ἐπ’ αὐτοῖς ῥώμης καὶ σοφίας καὶ
πλούτου,
|
και καθιερώνονται αγώνες δύναμης και σοφίας και πλούτου προς τιμή
τους,
|
ὡς ἀξίους ὄντας τοὺς ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότας
|
με την ιδέα ότι (επειδή) είναι άξιοι αυτοί που έχουν σκοτωθεί στον
πόλεμο
|
ταῖς αὐταῖς τιμαῖς καὶ τοὺς ἀθανάτους τιμᾶσθαι.
|
να τιμούνται με τις ίδιες τιμές με τους αθάνατους.
|
Ἐγὼ μὲν οὖν αὐτοὺς καὶ μακαρίζω τοῦ θανάτου καὶ ζηλῶ,
|
Εγώ λοιπόν και τους καλοτυχίζω και τους ζηλεύω για το θάνατό τους
|
καὶ μόνοις τούτοις ἀνθρώπων οἶμαι κρεῖττον εἶναι
γενέσθαι,
|
και νομίζω ότι μόνο αυτοί από τους ανθρώπους άξιζαν να ζήσουν,
|
οἵτινες, ἐπειδὴ θνητῶν σωμάτων ἔτυχον,
|
οι οποίοι, αφού έλαβαν θνητά σώματα,
|
ἀθάνατον μνήμην διὰ τὴν ἀρετήν αὑτῶν κατέλιπον.
|
κληροδότησαν αθάνατη μνήμη λόγω της ανδρείας τους.
|
Η κατοχή της εξουσίας
δεν εγγυάται την ευτυχία
Εἰ δὲ σύ οἴει ὡς πλείω ἔχων τῶν ἰδιωτῶν κτήματα ὁ
τύραννος
|
Αν λοιπόν εσύ νομίζεις ότι επειδή ο τύραννος έχει περισσότερα αγαθά
από τους πολίτες
|
διὰ τοῦτο καὶ πλείω ἀπ’ αὐτῶν εὐφραίνεται,
|
γι’ αυτό και εξαιτίας αυτών περισσότερο χαίρεται
|
οὐδὲ τοῦτο οὕτως ἔχει, ὦ Σιμωνίδη,
|
ούτε αυτό είναι έτσι, Σιμωνίδη,
|
ἀλλ’ ὥσπερ οἱ ἀθληταὶ οὐχ ὅταν ἰδιωτῶν γένωνται
κρείττονες,
|
αλλά όπως και οι αθλητές, όχι όταν γίνονται καλύτεροι από τους
πολίτες,
|
τοῦτ’ αὐτοὺς εὐφραίνει,
|
αυτό τους ευχαριστεί,
|
ἀλλ’ ὅταν τῶν ἀνταγωνιστῶν ἥττους, τοῦτ’ αὐτοὺς ἀνιᾷ,
|
αλλά όταν γίνουν κατώτεροι από τους συναθλητές τους, αυτό τους
ενοχλεί,
|
οὕτω καὶ ὁ τύραννος οὐχ ὅταν τῶν ἰδιωτῶν πλείω
φαίνηται ἔχων,
|
έτσι και ο τύραννος, όχι όταν φαίνεται ότι έχει περισσότερα από τους
πολίτες,
|
τότ’ εὐφραίνεται,
|
τότε ευχαριστιέται,
|
ἀλλ’ ὅταν ἑτέρων τυράννων ἐλάττω ἔχη, τούτῳ λυπεῖται·
|
αλλά όταν είναι κατώτερος από άλλους τυράννους, λυπάται γι’ αυτό·
|
τούτους γὰρ ἀνταγωνιστάς ἡγεῖται αὑτῷ τοῦ πλούτου εἶναι.
|
γιατί νομίζει ότι αυτοί είναι ανταγωνιστές του στον πλούτο.
|
Οὐδέ γε θᾶττόν τι γίγνεται τῷ τυράννῳ ἤ τῷ ἰδιώτῃ ὧν
ἐπιθυμεῖ.
|
Ούτε βέβαια ο τύραννος αποκτά κάτι από όσα επιθυμεί γρηγορότερα από
τον απλό πολίτη.
|
Ὁ μὲν γὰρ ἰδιώτης οἰκίας ἤ ἀγροῦ ἤ οἰκέτου ἐπιθυμεῖ,
|
Γιατί ο πολίτης επιθυμεί σπίτια ή αγρό ή δούλο,
|
ὁ δὲ τύραννος ἤ πόλεων ἤ χώρας πολλῆς ἤ λιμένων ἤ ἀκροπόλεων
ἰσχυρῶν [...]
|
ενώ ο τύραννος ή πόλεις ή τεράστια περιοχή ή λιμάνια ή οχυρωμένες
ακροπόλεις [...]
|
Ἀλλά μέντοι καὶ πένητας ὄψει οὐχ οὕτως ὀλίγους τῶν ἰδιωτῶν
|
Αλλά όμως θα δεις και φτωχούς όχι τόσο λίγους πολίτες
|
ὡς πολλοὺς τῶν τυράννων.
|
όσο πολλούς τυράννους.
|
Οὐ γὰρ τῷ ἀριθμῷ οὔτε τὰ πολλά κρίνεται οὔτε τὰ ὀλίγα,
|
Γιατί ούτε τα πολλά ούτε τα λίγα εξετάζονται με βάση τον αριθμό,
|
ἀλλά πρὸς τὰς χρήσεις·
|
αλλά με βάση τη χρησιμότητά τους·
|
ὥστε τὰ μὲν ὑπερβάλλοντα τὰ ἱκανὰ πολλά ἐστι,
|
ώστε όσα ξεπερνούν τα αρκετά είναι πολλά,
|
τὰ δὲ τῶν ἱκανῶν ἐλλείποντα ὀλίγα.
|
όσα όμως υπολείπονται από τα αρκετά είναι λίγα.
|
Τῷ οὖν τυράννῳ τὰ πολλαπλάσια ἧττον ἱκανά ἐστιν
|
Για τον τύραννο λοιπόν τα πολλαπλάσια αρκούν λιγότερο
|
εἰς τὰ ἀναγκαῖα δαπανήματα ἤ τῷ ἰδιώτῃ.
|
για τις αναγκαὶες δαπάνες από ό,τι στον πολίτη.
|
Τα πλεονεκτήματα της
ειρήνης
Ἆρ’ οὖν ἄν ἐξαρκέσειεν ἡμῖν,
|
Άραγε, λοιπόν, θα ήταν αρκετό σ’ εμάς,
|
εἰ τὴν πόλιν ἀσφαλῶς οἰκοῖμεν
|
και να διοικούμε την πόλη με ασφάλεια
|
καὶ τὰ περὶ τὸν βίον εὐπορώτεροι γιγνοίμεθα
|
και στα σχετικά με τη ζωή να γινόμαστε πιο πλούσιοι
|
καὶ τά τε πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ὁμονοοῖμεν
|
και να έχουμε ομόνοια μεταξύ μας
|
καὶ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν εὐδοκιμοῖμεν;
|
και να χαίρουμε εκτίμησης μεταξύ των Ελλήνων;
|
Ἐγὼ μὲν γὰρ ἡγοῦμαι τούτων ὑπαρξάντων
|
Γιατί εγώ βέβαια νομίζω ότι αν γίνουν αυτά
|
τελέως τὴν πόλιν εὐδαιμονήσειν.
|
η πόλη ολοκληρωτικά θα ευτυχήσει.
|
Ὁ μὲν τοίνυν πόλεμος ἁπάντων ἡμᾶς τῶν εἰρημένων ἀποστέρηκεν
|
Ο πόλεμος λοιπόν, μας έχει στερήσει από όλα αυτά που έχουν λεχθεί
|
καὶ γὰρ πενεστέρους ἐποίησεν
|
και φτωχότερους μας έκανε
|
καὶ πολλούς κινδύνους ὑπομένειν ἠνάγκασεν
|
και μας ανάγκασε να ανεχόμαστε πολλούς κινδύνους
|
καὶ πρὸς τοὺς Ἕλληνας διαβέβληκεν
|
και μας έχει συκοφαντήσει στους Έλληνες
|
καὶ πάντας τρόπους τεταλαιπώρηκεν ἡμᾶς.
|
και μας έχει ταλαιπωρήσει με κάθε τρόπο.
|
Ἦν δὲ τὴν εἰρήνην ποιησώμεθα, [...]
|
Αν όμως συνάψουμε την ειρήνη, [...]
|
μετὰ πολλῆς μὲν ἀσφαλείας τὴν πόλιν οἰκήσομεν,
|
θα εξουσιάσουμε την πόλη με πολλή ασφάλεια,
|
ἀπαλλαγέντες πολέμων καὶ κινδύνων καὶ ταραχῆς, [...]
|
αφού απαλλαγούμε από πολέμους και κινδύνους και διχόνοιες, [...]
|
καθ’ ἑκάστην δὲ τὴν ἡμέραν πρὸς εὐπορίαν ἐπιδώσομεν,
[...]
|
και κάθε μέρα θα γινόμαστε πιο εύποροι, [...]
|
ἀδεῶς γεωργοῦντες καὶ τὴν θάλατταν πλέοντες
|
χωρίς φόβο καλλιεργώντας τη γη και πλέοντας τη θάλασσα
|
καὶ ταῖς ἄλλαις ἐργασίαις ἐπιχειροῦντες
|
και ασχολούμενοι με τα άλλα επαγγέλματα
|
αἵ νῦν διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν.
|
τα οποία έχουν εκλείψει εξαιτίας του πολέμου.
|
Ὀψόμεθα δὲ τὴν πόλιν
|
Και θα δούμε την πόλη
|
διπλασίας μὲν ἤ νῦν τὰς προσόδους λαμβάνουσαν,
|
να αποκτά διπλάσια έσοδα απ’ ό,τι τώρα
|
μεστὴν δὲ γιγνομένην ἐμπόρων καὶ ξένων καὶ μετοίκων,
|
και να γεμίζει από εμπόρους και ξένους και μετοίκους,
|
ὧν νῦν ἐρήμη καθέστηκεν.
|
από τους οποίους τώρα έχει ερημωθεί.
|
Τὸ δὲ μέγιστον·
|
Και το σημαντικότερο·
|
συμμάχους ἕξομεν ἅπαντας ἀνθρώπους,
|
θα έχουμε συμμάχους όλους τους ανθρώπους,
|
οὐ βεβιασμένους, ἀλλὰ πεπεισμένους.
|
όχι εξαναγκασμένους, αλλά με τη θέλησή τους (έχοντας πεισθεί).
|
Η ισονομία των πολιτών
εγγύηση της δημοκρατίας
Ἔστι δὲ δικαστῶν νοῦν ἐχόντων
|
Είναι καθήκον των συνετών δικαστών
|
περὶ τῶν ἀλλοτρίων τὰ δίκαια ψηφιζομένους
|
παίρνοντας δίκαιες αποφάσεις για τις υποθέσεις των άλλων
|
ἅμα καὶ τὰ σφέτερ’ αὐτῶν εὖ τίθεσθαι.
|
να τακτοποιούν συγχρόνως και όσα έχουν σχέση με τους ίδιους.
|
καὶ μηδεὶς ὑμῶν, εἰς τοῦτ’ ἀποβλέψας,
|
Και κανείς από σας, αφού έχει υπόψη του αυτό,
|
ὅτι πένης εἰμὶ καὶ τοῦ πλήθους εἷς,
|
ότι δηλαδή είμαι φτωχός κι ένας από τον απλό λαό,
|
ἀξιούτω τοῦ τιμήματος ἀφαιρεῖν.
|
ας μη θεωρεί σωστό να μειώσει το πρόστιμο.
|
Οὐ γὰρ δίκαιον ἐλάττους ποιεῖσθαι τὰς τιμωρίας
|
Γιατί δεν είναι δίκαιο να επιβάλλετε πιο ήπιες ποινές
|
ὑπὲρ τῶν ἀδόξων ἤ τῶν διωνομασμένων,
|
στους αφανείς απ΄ ό,τι στους επιφανείς ,
|
οὐδὲ χείρους ἡγεῖσθαι τοὺς πενομένους ἤ τοὺς πολλά
κεκτημένους.
|
ούτε να νομίζετε κατώτερους τους φτωχούς από αυτούς που έχουν πολλά.
|
Ὑμᾶς γὰρ ἄν αὐτοὺς ἀτιμάζοιτ’
|
Γιατί θα περιφρονούσατε τους εαυτούς σας
|
εἰ τοιαῦτα γιγνώσκοιτε περὶ τῶν πολιτῶν.
|
αν αποφασίζατε τέτοια πράγματα για τους πολίτες.
|
Ἔτι δὲ καὶ πάντων ἄν εἴη δεινότατον,
|
Γιατί θα ήταν το πιο φοβερό απ’ όλα,
|
εἰ δημοκρατουμένης τῆς πόλεως
|
ενώ η πόλη έχει δεν δημοκρατικό καθεστώς,
|
μὴ τῶν αὐτῶν ἅπαντες τυγχάνοιμεν [...].
|
αν δεν απολαμβάναμε όλοι τα ίδια δικαιώματα [...].
|
ἄν γέ μοι πεισθῆθ’,
|
Αν βέβαια πεισθείτε σε μένα
|
Οὐκ, οὕτω διακείσεσθε πρὸς ὑμᾶς αὐτούς
|
δε θα συμπεριφερθείτε με αυτόν τον τρόπο στους εαυτούς σας
|
οὐδὲ διδάξετε τοὺς νεωτέρους
|
ούτε θα διδάξετε στους νεότερους
|
καταφρονεῖν τοῦ πλήθους τῶν πολιτῶν,
|
να περιφρονούν τον απλό λαό των πολιτών,
|
οὐδὲ ἀλλοτρίους ἡγήσεσθ’ εἶναι τοὺς τοιούτους τῶν ἀγώνων,
|
ούτε θα θεωρήσετε ότι είναι διαφορετικές οι τέτοιας λογής δίκες,
|
ἀλλ’ ὡς ὑπὲρ αὐτοῦ δικάζων
|
αλλά με την ιδέα ότι δικάζει για λογαριασμό του
|
οὕτως ἕκαστος ὑμῶν οἴσει τὴν ψῆφον.
|
έτσι θα ψηφίσει ο καθένας από σας.
|
Ἅπαντας γὰρ ὁμοίως ἀδικοῦσιν
|
Γιατί όλους εμάς εξίσου αδικούν
|
οἱ τολμῶντες τοῦτον τὸν νόμον παραβαίνειν
|
όσοι τολμούν να περιφρονούν αυτόν το νόμο
|
τὸν ὑπὲρ τῶν σωμάτων τῶν ὑμετέρων κείμενον.
|
που ισχύει για την προστασία της δικής σας σωματικής ακεραιότητας.
|
Ενότητα 6η
Η μουσική εξημερώνει
Μουσικήν
[...] πᾶσι μὲν ἀνθρώποις ὄφελος ἀσκεῖν,
|
Είναι ωφέλεια για
όλους τους ανθρώπους να ασκούν τη μουσική
|
Ἀρκάσι
δὲ καὶ ἀναγκαῖον. [...]
|
για τους Αρκάδες
όμως είναι αναγκαὶο. [...]
|
Παρὰ
μόνοις γὰρ Ἀρκάσι
|
Γιατί μόνο στους
Αρκάδες
|
πρῶτον
μὲν οἱ παῖδες ἐκ νηπίων
|
πρώτα πρώτα τα
παιδιά από τη νηπιακή τους ηλικία
|
ᾄδειν
ἐθίζονται κατὰ νόμους
|
συνηθίζουν να
τραγουδούν σύμφωνα με τους μουσικούς ρυθμούς
|
τοὺς
ὕμνους καὶ παιᾶνας,
|
τους ύμνους και τους
παιάνες,
|
οἷς
ἕκαστοι κατὰ τὰ πάτρια
|
με τους οποίους ο
καθένας σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα
|
τοὺς
ἐπιχωρίους ἥρωας καὶ θεοὺς ὑμνοῦσι·
|
υμνεί τους τοπικούς
ήρωες και τους θεούς·
|
μετὰ
δὲ ταῦτα [...]πολλῇ φιλοτιμίᾳ χορεύουσι
|
μετά από αυτά με
μεγάλο συναγωνισμό χορεύουν
|
κατ’
ἐνιαυτόν τοῖς Διονυσιακοῖς αὐληταῖς ἐν τοῖς θεάτροις [...]
|
κάθε χρόνο με τη
συνοδεία των αυλητών του Διονύσου στα θέατρα [...]
|
καὶ
τῶν μὲν ἄλλων μαθημάτων
|
Και από τα άλλα
μαθήματα
|
ἀρνηθῆναί
τι μὴ γιγνώσκειν οὐδὲν αἰσχρόν ἡγοῦνται,
|
δε θεωρούν καθόλου
ντροπή να παραδεχτούν ότι δε γνωρίζουν κάτι,
|
τήν
γε μὴν ᾠδήν οὔτ’ ἀρνηθῆναι δύνανται
|
το τραγούδι όμως
ούτε μπορούν να αρνηθούν
|
διὰ
τὸ κατ’ ἀνάγκην πάντας μανθάνειν,
|
επειδή υποχρεωτικά
όλοι το μαθαίνουν,
|
οὔθ’
ὁμολογοῦντες ἀποτρίβεσθαι
|
ούτε, αν το
παραδεχτούν, μπορούν να απαλλαγούν από αυτό
|
διὰ
τὸ τῶν αἰσχρῶν παρ’ αὐτοῖς νομίζεσθαι τοῦτο. [...]
|
επειδή αυτό
θεωρείται ντροπή στην κοινωνία τους. [...]
|
Ταῦτά
τέ μοι δοκοῦσιν οἱ πάλαι παρεισαγαγεῖν
|
Αυτά μου φαίνεται
ότι τα θέσπισαν οι παλαιοί
|
οὐ
τρυφῆς καὶ περιουσίας χάριν,
|
όχι για να
καλλιεργήσουν τη φιληδονία και την επίδειξη πλούτου,
|
ἀλλά
θεωροῦντες μὲν τὴν ἑκάστων αὐτουργίαν
|
αλλά επειδή
παρατηρούσαν το μόχθο του καθενός
|
καὶ
συλλήβδην
|
και με λίγα λόγια
|
τὸ
τῶν βίων ἐπίπονον καὶ σκληρόν,
|
την επίπονη και
σκληρή ζωή,
|
θεωροῦντες
δὲ τὴν τῶν ἠθῶν αὐστηρίαν,
|
και επειδή έβλεπαν
την αυστηρότητα των ηθών,
|
ἥτις
αὐτοῖς παρέπεται
|
η οποία ακολουθεί
αυτούς
|
διὰ
τὴν τοῦ περιέχοντος ψυχρότητα καὶ στυγνότητα
|
εξαιτίας του ψύχους
και της τραχύτητας του τόπου στον οποίο ζουν
|
τὴν
κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τοῖς τόποις ὑπάρχουσαν.
|
και η οποία υπάρχει
στο μεγαλύτερο μέρος αυτών των τόπων.
|
Πολύβιος,
Ἱστορίαι 4.20.4-21.1
Ενότητα 7η
Η επιστήμη στην
υπηρεσία της άμυνας του κράτους
Καὶ
μέντοι καὶ Ἀρχιμήδης,
|
Και βέβαια και ο
Αρχιμήδης
|
Ἱέρωνι
τῷ βασιλεῖ συγγενὴς ὤν καὶ φίλος,
|
που ήταν συγγενής
και φίλος με το βασιλιά Ιέρωνα,
|
ἔγραψεν
ὡς δυνατόν ἐστι
|
έγραψε ότι είναι
δυνατό
|
τῇ
δοθείσῃ δυνάμει τὸ δοθὲν βάρος κινῆσαι
|
να κινήσουμε με μια
ορισμένη δύναμη ένα οποιοδήποτε βάρος
|
καὶ
νεανιευσάμενος [...] εἶπεν
|
κι αφού καυχήθηκε
σαν μικρό παιδί [...] είπε
|
ὡς
εἰ γῆν εἶχεν ἑτέραν,
|
ότι αν είχε άλλη γη,
|
ἐκίνησεν
ἄν ταύτην μεταβάς εἰς ἐκείνην.
|
θα κινούσε αυτήν,
αφού πήγαινε σ’ εκείνην.
|
Θαυμάσαντος
δὲ τοῦ Ἱέρωνος,
|
Και όταν ο Ιέρων
απόρησε,
|
καὶ
δεηθέντος εἰς ἔργον ἐξαγαγεῖν τὸ πρόβλημα
|
και ζήτησε να
επιδείξει στην πράξη τη θεωρία του
|
καὶ
δεῖξαί τι τῶν μεγάλων κινούμενον ὑπὸ σμικρᾶς δυνάμεως,
|
και να δείξει ότι
κάτι μεγάλο κινείται από μικρή δύναμη,
|
ὁλκάδα
τριάρμενον τῶν βασιλικῶν
|
τρικάταρτο φορτηγό
πλοίο από τα βασιλικά,
|
πόνῳ
μεγάλῳ καὶ χειρὶ πολλῇ νεωλκηθεῖσαν,
|
που είχαν σύρει από
τη θάλασσα στη στεριά με μεγάλο μόχθο πολλοί άνθρωποι,
|
ἐμβαλὼν
ἀνθρώπους τε πολλοὺς καὶ τὸν συνήθη φόρτον,
|
κι αφού έβαλε μέσα
σ’ αυτό και πολλούς ανθρώπους και το συνηθισμένο φορτίο,
|
αὐτὸς
ἄπωθεν καθήμενος, οὐ μετὰ σπουδῆς ἀλλ’ ἠρέμα
|
ο ίδιος καθισμένος
μακριά, όχι με βιασύνη αλλά ήρεμα
|
προσηγάγετο,
λείως καὶ ἀπταίστως
|
το τράβηξε προς το
μέρος του ομαλά και χωρίς δυσκολία,
|
ὥσπερ
διὰ θαλάσσης ἐπιθέουσαν.
|
σαν να διέσχιζε τη
θάλασσα,
|
τῇ
χειρὶ σείων ἀρχήν τινα πολυσπάστου.
|
μετακινώντας με το
χέρι του την αρχή του σχοινιού από ένα σύστημα τροχαλιών.
|
Ἐκπλαγεὶς
οὖν ὁ βασιλεὺς
|
Λοιπόν, γεμάτος
έκπληξη ο βασιλιάς
|
καὶ
συννοήσας τῆς τέχνης τὴν δύναμιν,
|
και αφού κατανόησε
τη δύναμη της τέχνης,
|
ἔπεισε
τὸν Ἀρχιμήδην
|
έπεισε τον Αρχιμήδη
|
ὅπως
αὐτῷ μηχανήματα κατασκευάσῃ
|
να κατασκευάσει για
χάρη του μηχανήματα
|
πρὸς
πᾶσαν ἰδέαν πολιορκίας.
|
για κάθε είδους
πολιορκία
|
τὰ
μὲν ἀμυνομένῳ τὰ δ’ ἐπιχειροῦντι
|
άλλα για περιπτώσεις
αμυντικού πολέμου κι άλλα για επιθετικό πόλεμο.
|
Οἷς
αὐτός μὲν οὐκ ἐχρήσατο,
|
Αυτά δεν τα
χρησιμοποίησε ο ίδιος
|
τοῦ
βίου τὸ πλεῖστον ἀπόλεμον καὶ πανηγυρικὸν βιώσας,
|
αφού έζησε το
περισσότερο μέρος της ζωής του χωρίς πολέμους και γεμάτο απολαύσεις
|
τότε
δ’ ὑπῆρχε τοῖς Συρακοσίοις
|
τότε όμως είχαν οι
Συρακούσιοι
|
εἰς
δέον ἡ παρασκευή, καὶ μετὰ τῆς παρασκευῆς ὁ δημιουργός.
|
τον εξοπλισμό για
τις ανάγκες τους και μαζί με τον εξοπλισμό και το δημιουργό του.
|
Πλούταρχος,
Μάρκελλος 14.12-15
Ενότητα 8η
Ένα
παράδειγμα σεβασμού προς τους γονείς
Λέγεται
γοῦν ἐν Σικελίᾳ
|
Λέγεται λοιπόν ότι
στη Σικελία
|
(εἰ
γὰρ καὶ μυθωδέστερόν ἐστιν, ἀλλ’ ἁρμόσει
|
(γιατί αν και
μοιάζει με μύθο, ταιριάζει όμως
|
καὶ
ὑμῖν ἅπασι τοῖς νεωτέροις ἀκοῦσαι)
|
να την ακούσετε και
εσείς όλοι οι νεότεροι)
|
ἐκ
τῆς Αἴτνης ῥύακα πυρὸς γενέσθαι·
|
ξεχύθηκε πύρινο
ποτάμι από την Αίτνα·
|
τοῦτον
δὲ ῥεῖν φασιν ἐπί τὲ τὴν ἄλλην χώραν,
|
αυτό λοιπόν λένε ότι
έρεε προς την υπόλοιπη χώρα,
|
καὶ
δὴ καὶ πρὸς πόλιν τινὰ τῶν ἐκεῖ κατοικουμένων.
|
και μάλιστα προς
κάποια πόλη από αυτές που βρίσκονταν εκεί.
|
Τοὺς
μὲν οὖν ἄλλους ὁρμῆσαι πρὸς φυγήν,
|
[Λένε ακόμη], ότι οι
άλλοι όρμησαν να φύγουν
|
τὴν
αὐτῶν σωτηρίαν ζητοῦντας,
|
ζητώντας τη σωτηρία
τους,
|
ἕνα
δὲ τινα τῶν νεωτέρων,
|
ένας όμως από τους
νεότερους,
|
ὁρῶντα
τὸν πατέρα πρεσβύτερον ὄντα
|
επειδή έβλεπε ότι ο
πατέρας του ήταν γέρος
|
καὶ
οὐχί δυνάμενον ἀποχωρεῖν,
|
και δεν μπορούσε να
φύγει,
|
ἀλλὰ
ἐγκαταλαμβανόμενον,
|
και ότι μένει
αποκλεισμένος,
|
ἀράμενον
φέρειν.
|
αφού τον
σήκωσε στους ώμους του, τον μετέφερε.
|
Φορτίου
δ’, οἶμαι, προσγενομένου
|
Επειδή όμως, όπως
νομίζω, προστέθηκε φορτίο,
|
καὶ
αὐτός ἐγκατελήφθη.
|
αποκλείσθηκε και ο
ίδιος.
|
Ὅθεν
δὴ καὶ ἄξιον θεωρῆσαι τὸ θεῖον,
|
Από αυτό το γεγονός
αξίζει να προσέξουμε ότι το θείο
|
ὅτι
τοῖς ἀνδράσιν τοῖς ἀγαθοῖς εὐμενῶς ἔχει.
|
δείχνει συμπάθεια
στους αγαθούς (ενάρετους) ανθρώπους.
|
Λέγεται
γὰρ κύκλῳ τὸν τόπον ἐκεῖνον
|
Γιατί, λέγεται ότι
κυκλικά στον τόπο εκείνο
|
περιρρυῆναι
τὸ πῦρ καὶ σωθῆναι τούτους μόνους,
|
έτρεξε η λάβα και
σώθηκαν μόνο αυτοί,
|
ἀφ’
ὧν καὶ τὸ χωρίον ἔτι καὶ νῦν
|
από τους οποίους και
η τοποθεσία ακόμη και σήμερα
|
προσαγορεύεσθαι
τῶν εὐσεβῶν χῶρον·
|
ονομάζεται «χώρος
των ευσεβών»·
|
τοὺς
δὲ ταχεῖαν τὴν ἀποχώρησιν ποιησαμένους
|
αντίθετα εκείνοι που
έφυγαν γρήγορα
|
καὶ
τοὺς ἑαυτῶν γονέας ἐγκαταλιπόντας,
|
εγκαταλείποντας τους
γονείς τους,
|
ἅπαντας
ἀπολέσθαι
|
χάθηκαν όλοι.
|
Ενότητα 9η
Οι νόμοι επισκέπτονται
το Σωκράτη στη φυλακή
Εἰ
μέλλουσιν ἡμῖν ἐνθένδε εἴτε ἀποδιδράσκειν,
|
Αν, ενώ σκοπεύουμε
εμείς είτε να δραπετεύσουμε από εδώ,
|
εἴθ’
ὅπως δεῖ ὀνομάσαι τοῦτο,
|
είτε όπως αλλιώς
ταιριάζει να ονομάσουμε μια τέτοια πράξη,
|
ἐλθόντες
οἱ νόμοι καὶ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως
|
αφού έρχονταν οι
νόμοι και οι δημόσιες αρχές
|
ἐπιστάντες
ἔροιντο·
|
και σταθούν μπροστά
μας μάς ρωτήσουν:
|
Εἰπέ
μοι, ὦ Σώκρατες, τὶ ἐν νῷ ἔχεις ποιεῖν;
|
Πες μας, Σωκράτη, τι
έχεις στο νου σου να κάνεις;
|
Ἄλλο
τι ἤ τούτῳ τῷ ἔργῳ ᾧ ἐπιχειρεῖς
|
Κάτι άλλο ή με αυτήν
την πράξη που επιχειρείς
|
διανοῇ
τούς τε νόμους ἡμᾶς ἀπολέσαι
|
σκέφτεσαι και εμάς
τους νόμους να καταστρέψεις
|
καὶ
σύμπασαν τὴν πόλιν τὸ σὸν μέρος;
|
και όλη την πόλη όσο
περνάει από το χέρι σου;
|
Ἤ
δοκεῖ σοι οἷόν τε
|
Ή φαντάζεσαι ότι
είναι δυνατό
|
ἔτι
ἐκείνην τὴν πόλιν εἶναι καὶ μὴ ἀνατετράφθαι,
|
να υπάρχει ακόμη
εκείνη η πολιτεία και να μην έχει καταλυθεί
|
ἐν
ᾗ ἄν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν
|
στην οποία οι
δικαστικές αποφάσεις δεν έχουν καμιά δύναμη
|
ἀλλὰ
ὑπὸ τῶν ἰδιωτῶν ἄκυροί τε γίγνωνται καὶ διαφθείρωνται;
|
αλλά και ακυρώνονται
και καταστρέφονται από τους απλούς πολίτες;
|
Τί
ἐροῦμεν, ὦ Κρίτων, πρὸς ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα;
|
Τι θα πούμε,
Κρίτωνα, σ’ αυτά και σ’ άλλα παρόμοια;
|
Πολλὰ
γὰρ ἄν τις ἔχοι, ἄλλως τε καὶ ῥήτωρ, εἰπεῖν
|
Γιατί πολλά θα
μπορούσε κάποιος να πει, κι ιδιαίτερα ένας ρήτορας
|
ὑπὲρ
τούτου τοῦ νόμου ἀπολλυμένου
|
για να υπερασπιστεί
αυτό το νόμο που κινδυνεύει να καταλυθεί
|
ὅς
τὰς δίκας τὰς δικασθείσας προστάτει κυρίας εἶναι.
|
ο οποίος ορίζει οι
δικαστικές αποφάσεις να έχουν κύρος.
|
Ἤ
ἐροῦμεν πρὸς αὐτοὺς ὅτι
|
Ή θα πούμε σ’ αυτούς
ότι
|
«Ἠδίκει
γὰρ ἡμᾶς ἡ πόλις καὶ οὐκ ὀρθῶς τὴν δίκην ἔκρινεν;»
|
«επειδή μας αδικούσε
η πόλη και δεν έκρινε δίκαια τη δίκη»;
|
Ταῦτα
ἤ τι ἐροῦμεν;
|
Αυτά θα πούμε ή κάτι
άλλο;
|
Πλάτων,
Κρίτων 50a-c
Ενότητα 10η
Μια τιμητική εξορία
Οἱ
μὲν ἄλλοι πάντες ὅσοι φεύγουσιν ἀδίκως,
|
Όλοι οι άλλοι όσοι
εξορίζονται άδικα,
|
ἤ
δέονται τῶν πολιτῶν ὅπως ἐπανέλθωσιν
|
ή εκλιπαρούν τους
πολίτες να επιστρέψουν
|
ἤ
διαμαρτόντες τούτου
|
ή αν αποτύχουν σ’
αυτό
|
λοιδοροῦσι
τὰς ἑαυτῶν πατρίδας,
|
κακολογούν τις
πατρίδες τους,
|
ὡς
φαύλως αὐτοῖς προσφερομένας·
|
επειδή κατά τη γνώμη
τους τοὺς συμπεριφέρθηκαν άσχημα·
|
ἐγὼ
δὲ ἐπείπερ ἅπαξ ἠτύχησα
|
εγώ όμως, επειδή
ακριβώς μια φορά ατύχησα
|
ἀναξίως
ὧν ἐπολιτευσάμην,
|
κατά τρόπο ανάξιο
προς όσα έκανα ως πολίτης,
|
καὶ
κατηγορῶν ἄλλων αὐτὸς ἑάλων,
|
κι ενώ κατηγορούσα
άλλους, καταδικάστηκα ο ίδιος,
|
ἄχθομαι
μὲν, ὥσπερ εἰκός ἐστιν,
|
στενοχωριέμαι,
βέβαια, όπως είναι φυσικό,
|
ἀγανακτῶ
δὲ οὐδέν.
|
όμως καθόλου δεν
αγανακτώ.
|
Οὐ
γὰρ οὕτως ἔγωγε ἠλίθιός εἰμι ὥστε,
|
Γιατί εγώ βέβαια δεν
είμαι τόσο ηλίθιος ώστε,
|
ἐξ
ἧς πόλεως Θεμιστοκλῆς ἐξηλάθη
|
από την πόλη από την
οποία εξορίστηκε ο Θεμιστοκλής
|
ὁ
τὴν Ἑλλάδα ἐλευθερώσας,
|
ο ελευθερωτής της
Ελλάδας,
|
καὶ
ὅπου Μιλτιάδης, γέρων ὤν
|
και στην οποία ο
Μιλτιάδης, που ενώ ήταν γέρος
|
ἐν
τῷ δεσμωτηρίω ἀπέθανε,
|
πέθανε στο
δεσμωτήριο,
|
ὅτι
μικρὸν ὤφειλε τῷ δημοσίῳ
|
γιατί χρωστούσε
μικρό ποσό στην πολιτεία
|
ταύτη
τῇ πόλει Αἰσχίνην τὸν Ἀτρομήτου
|
μ’ αυτήν την πόλη ο
Αισχίνης του Ατρομήτου
|
φεύγοντα
ἀγανακτεῖν οἴεσθαι δεῖν,
|
να θεωρεί ότι πρέπει
να αγανακτεί επειδή είναι εξόριστος,
|
εἴ
τι τῶν εἰωθότων Ἀθήνησιν ἔπαθεν.
|
γιατί έπαθε κάτι από
αυτά που είναι συνηθισμένα στην Αθήνα.
|
Ἀλλ’
ἔγωγε καὶ λαμπρὸν εἰκότως μοι νομίσαιμ’ ἄν αὐτὸ γενέσθαι,
|
Αλλά εγώ τουλάχιστον
θα μπορούσα να θεωρήσω εύλογα ακόμα και λαμπρό αυτό που μου συνέβη,
|
τὸ
μετ’ ἐκείνων ἐν ἀδοξίᾳ παρὰ τοῖς ἔπειτα ἀνθρώποις καὶ ἄξιος τοῦ ὅμοια παθεῖν ἐκείνοις
γεγονέναι.
|
δηλαδή το ότι έχω
πέσει στην αφάνεια για τις μελλοντικές γενιές μαζί με εκείνους και έχω
αξιωθεί να πάθω τα ίδια με εκείνους.
|
[Αισχίνης],
Ἐπιστολαί 3. 1-3
Ενότητα 11η
Επικίνδυνες συμμαχίες
Ὦ
Ἀγησίλαε καὶ πάντες οἱ παρόντες Λακεδαιμόνιοι,
|
Αγησίλαε και όλοι οι
παρόντες Λακεδαιμόνιοι,
|
ἐγὼ
ὑμῖν, ὅτε τοῖς Ἀθηναίοις ἐπολεμεῖτε,
|
εγώ, όταν
πολεμούσατε τους Αθηναίους,
|
φίλος
καὶ σύμμαχος ἐγενόμην,
|
υπήρξα φίλος και
σύμμαχός σας,
|
καὶ
το μὲν ναυτικὸν τὸ ὑμέτερον
|
και το ναυτικό σας
|
χρήματα
παρέχων ἰσχυρὸν ἐποίουν,
|
δίνοντας χρήματα το
έκανα ισχυρό,
|
ἐν
δὲ τῇ γῇ αὐτὸς ἀπὸ τοῦ ἵππου μαχόμενος μεθ’ ὑμῶν
|
και στην ξηρά ο
ίδιος πολεμώντας από το άρμα μαζί σας
|
εἰς
τὴν θάλατταν κατεδίωκον τοὺς πολεμίους.
|
στη θάλασσα
κατεδίωκα τους εχθρούς.
|
καὶ
διπλοῦν ὥσπερ Τισσαφέρνους
|
Και δόλιο, όπως ο
Τισσαφέρνης
|
οὐδὲν
πώποτέ μου οὔτε ποιήσαντος οὔτ’ εἰπόντος πρὸς ὑμᾶς
|
ούτε ότι σας έκανα
ούτε ότι σας είπα
|
ἔχοιτ’
ἄν κατηγορῆσαι.
|
θα μπορούσατε να με
κατηγορήσετε.
|
Τοιοῦτος
δὲ γενόμενος
|
Κι ενώ σας
συμπεριφέρθηκα με τέτοιο τρόπο
|
νῦν
οὕτω διάκειμαι ὑφ’ ὑμῶν
|
τώρα εσείς μου
συμπεριφέρεστε έτσι
|
ὡς
οὐδὲ δεῖπνον ἔχω ἐν τῇ ἐμαυτοῦ χώρᾳ,
|
ώστε ούτε φαγητό δεν
έχω στη χώρα μου,
|
εἰ
μή τι ὧν ἄν ὑμεῖς λίπητε συλλέξομαι,
|
εκτός αν μαζέψω κάτι
από αυτά που αφήνετε πίσω σας,
|
ὥσπερ
τὰ θηρία.
|
όπως τα θηρία.
|
Ἅ
δέ μοι ὁ πατήρ καὶ οἰκήματα καλὰ
|
Και όσα ο πατέρας
μου και σπίτια καλά
|
καὶ
παραδείσους καὶ δένδρων καὶ θηρίων μεστοὺς κατέλιπεν,
|
και κήπους γεμάτους
από δέντρα και θηρία μου άφησε,
|
ἐφ’
οἷς ηὐφραινόμην,
|
με τα οποία
ευχαριστιόμουν,
|
ταῦτα
πάντα ὁρῶ τὰ μὲν κατακεκομμένα, τὰ δὲ κατακεκαυμένα.
|
όλα αυτά τα βλέπω
άλλα κατεστραμμένα εντελώς κι άλλα κατακαμένα.
|
Εἰ
οὖν ἐγὼ μὴ γιγνώσκω μήτε τὰ ὅσια μήτε τὰ δίκαια,
|
Αν λοιπόν εγώ δε
γνωρίζω μήτε τα όσια μήτε τα δίκαια,
|
ὑμεῖς
δὲ διδάξατέ με
|
εσείς να μου
εξηγήσετε
|
ὅπως
ταῦτ’ ἐστίν ἀνδρῶν ἐπισταμένων χάριτας ἀποδιδόναι.
|
πώς αυτά είναι
ενέργειες ανθρώπων που γνωρίζουν να ανταποδίδουν την ευεργεσία.
|
Ξενοφῶν,
Ἑλληνικά 4.1.32-33
Ενότητα 12η
Θεϊκές
αδυναμίες
ΑΡΗΣ:
Ἤκουσας, ὦ Ἑρμῆ, οἷα ἠπείλησεν ἡμῖν ὁ Ζεύς,
|
ΑΡΗΣ: Άκουσες, Ερμή,
τι απειλές εκτόξευσε εναντίον μας ο Δίας
|
ὡς
ὑπεροπτικὰ καὶ ὡς ἀπίθανα;
|
τις πόσο αλαζονικές
και απίθανες;
|
Ἤν
ἐθελήσω, φησίν,
|
Αν θελήσω, είπε,
|
ἐγὼ
μὲν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ σειρὰν καθήσω,
|
εγώ από τον ουρανό
να αφήσω σκοινί προς τα κάτω
|
ὑμεῖς
δὲ ἀποκρεμασθέντες κατασπᾶν βιάσεσθέ με,
|
κι εσείς να
πιαστείτε απ’ αυτό και να επιχειρήσετε με τη βία να με τραβήξετε με δύναμη
προς τα κάτω,
|
ἀλλὰ
μάτην πονήσετε·
|
μάταια θα κοπιάσετε·
|
οὐ
γὰρ δὴ καθελκύσετε·
|
γιατί βέβαια δε θα
με τραβήξετε προς τα κάτω·
|
εἰ
δὲ ἐγὼ θελήσαιμι ἀνελκύσαι,
|
αν όμως εγώ θελήσω
να σύρω επάνω,
|
οὐ
μόνον ὑμᾶς,
|
όχι μόνο εσάς,
|
ἀλλᾶ
συνασπάσας καὶ τὴν γῆν ἅμα καὶ τὴν θάλασσαν
|
αλλά να τραβήξω προς
τα πάνω και την ξηρά μαζί και τη θάλασσα
|
μετεωριῶ·
|
θα σας σηκώσω ψηλά·
|
καὶ
τἆλλα ὅσα καὶ σὺ ἀκήκοας.
|
αλλά και τ’ άλλα
(είπε) όσα κι εσύ έχεις ακούσει.
|
Ἐγὼ
δὲ ὅτι μὲν καθ’ ἕνα πάντων ἀμείνων καὶ ἰσχυρότερός ἐστιν
|
Εγώ βέβαια ότι
ξεχωριστά από τον καθένα (μας) είναι ανώτερος και ισχυρότερος
|
οὐκ
ἄν ἀρνηθείην,
|
δε θα μπορούσα να το
αρνηθώ,
|
ὁμοῦ
δὲ τῶν τοσούτων ὑπερφέρειν [...] οὐκ ἄν πεισθείην.
|
δε θα μπορούσα όμως
να πιστέψω ότι μας ξεπερνάει τόσους μαζί.
|
ΕΡΜΗΣ:
Εὐφήμει, ὦ Ἄρες·
|
ΕΡΜΗΣ: Σιωπή, Άρη·
|
οὐ
γὰρ ἀσφαλὲς λέγειν τὰ τοιαῦτα,
|
γιατί δεν είναι
ασφαλές να λες τέτοια λόγια,
|
μὴ
καί τι κακὸν ἀπολαύσωμεν τῆς φλυαρίας.
|
μήπως και δεχτούμε
κάποια συμφορά εξαιτίας της φλυαρίας σου.
|
ΑΡΗΣ:
[...] Ὅ μάλιστα γελοῖον ἔδοξέ μοι ἀκούοντι μεταξύ τῆς ἀπειλῆς,
|
ΑΡΗΣ: [...] Αυτό
όμως που μέσα στην απειλή μου φάνηκε πιο γελοίο, καθώς το άκουγα,
|
οὐκ
ἄν δυναίμην σιωπῆσαι πρὸς σέ·
|
δε θα μπορούσα να το
αποκρύψω από σένα·
|
μέμνημαι
γὰρ οὐ πρὸ πολλοῦ,
|
θυμάμαι δηλαδή ότι
πριν από λίγο καιρό,
|
ὁπότε
ὁ Ποσειδῶν καὶ ἡ Ἥρα καὶ ἡ Ἀθηνᾶ
|
όταν ο Ποσειδώνας
και η Ήρα και η Αθηνά
|
ἐπαναστάντες
ἐπεβούλευον ξυνδῆσαι λαβόντες αὐτόν,
|
επαναστάτησαν και
σχεδίαζαν αφού τον συλλάβουν να τον δέσουν χειροπόδαρα
|
ὡς
παντοῖος ἦν δεδιώς,
|
πόσο τρομοκρατημένος
ήταν,
|
καὶ
ταῦτα τρεῖς ὄντας,
|
και μάλιστα ενώ ήταν
τρεις,
|
καὶ
εἰ μή γε ἡ Θέτις κατελεήσασα
|
κι αν η Θέτις δεν
τον σπλαχνιζόταν
|
ἐκάλεσεν
αὐτῷ σύμμαχον Βριάρεων ἐκατόγχειρα ὄντα,
|
και δεν καλούσε σε
βοήθεια τον Βριάρεο που είχε εκατό χέρια,
|
κἄν
ἐδέδετο αὐτῷ κεραυνῷ καὶ βροντῇ.
|
θα είχε
αιχμαλωτιστεί μαζί με τον κεραυνό και τη βροντή του.
|
Ταῦτα
λογιζομένῳ ἐπῄει μοι γελᾶν ἐπὶ τῇ καλλιρρημοσύνῃ αὐτοῦ.
|
Ενώ σκεφτόμουν αυτά,
μου ερχόταν να γελάσω για την καυχησιολογία του.
|
Λουκιανός,
Θεῶν διάλογοι 1.1-2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου