Σ Υ Ν Η Ρ Η Μ Ε Ν Α Ρ Η Μ Α Τ Α
Α ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ
ΡΗΜΑΤΑ ΣΕ –ΑΩ
Οι συναιρέσεις που γίνονται στα ρήματα σε –άω είναι οι εξής:
1) α + ε, α + η
= α πχ. τίμαε =
τίμα, τιμάητε = τιμᾶτε
2) α
+ει, α + ῃ
= ᾳ πχ. τιμάει = τιμᾷ
3) α +
ο, α + ω, α +ου = ω πχ. τιμάομεν = τιμῶμεν
4) α +
οι = ῳ
πχ. τιμάοιμι =τιμῷμι
·
Oι συναιρέσεις γίνονται στον Ενεστώτα και Παρατατικό.
·
Τα ρήματα σε –άω
σχηματίζουν τους άλλους χρόνους με έκταση του τελευταίου φωνήεντος του θέματος
σε μακρό πχ. τιμάω-ῶ Μελλ. τιμήσω, Αορ. ἐτίμησα
Εξαιρούνται αυτά που εμπρός από το χαρακτήρα έχουν
το φθόγγο ε, ι, ρ.
πχ. ἐῶ Μελλ. ἐάσω Αορ. εἴασα
ἰῶμαι Μελλ. ἰάσομαι Αορ. ἰάθην
θηρῶ Μελλ.
θηράσω Αορ. ἐθήρασα
΄ Τ
Α Ξ Η Σ
Ἐνεστῶτας
ὁριστική ὑποτακτική εὐκτική
(τιμάω)
τιμῶ (τιμάω) τιμῶ (τιμάοιμι)
τιμῷμι (τιμαοίην) τιμῴην
(τιμάεις)
τιμᾷς τιμάῃς)
τιμᾷς (τιμάοις) τιμῷς (τιμαοίης) τιμῴης
(τιμάει)
τιμᾷ (τιμάῃ) τιμᾷ (τιμάοι) τιμῷ (τιμαοίη) τιμῴη
(τιμάομεν)
τιμῶμεν (τιμάωμεν) τιμῶμεν (τιμάοιμεν) τιμῷμεν
(τιμάετε)
τιμᾶτε (τιμάητε) τιμᾶτε (τιμάοιτε) τιμῷτε
(τιμάουσι)
τιμῶσι(ν) (τιμάωσι) τιμῶσι(ν) (τιμάοιεν) τιμῷεν
Προστακτική ἀπαρέμφατο μετοχή
τίμαε) τίμα ( τιμάειν) τιμᾶν (τιμάων) τιμῶν
(τιμαέτω)
τιμάτω
(ἀπὸ τὸ τιμά-εν)
(τιμάουσα)
τιμῶσα
- (τιμάον) τιμῶν
(τιμάετε)
τιμᾶτε
(τιμαόντων)
τιμώντων
ἤ
(τιμαέτωσαν) τιμάτωσαν
Παρατατικός
ὁριστική
(ἐτίμαον) ἐτίμων
(ἐτίμαες) ἐτίμας
(ἐτίμαε) ἐτίμα
(ἐτιμάομεν)
ἐτιμῶμεν
(ἐτιμἀετε) ἐτιμᾶτε
(ἐτίμαον) ἐτίμων
Β’ ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ
Ἐνεστῶτας ὁριστική |
Παρατατικός
ὁριστική
|
(τιμάομαι) τιμῶμαι
(τιμάῃ
ἤ -ει) τιμᾷ
(τιμάεται)
τιμᾶται
(τιμαόμεθα)
τιμώμεθα
(τιμάεσθε)
τιμᾶσθε
(τιμάονται)
τιμῶνται
|
(ἐτιμαόμην) ἐτιμώμην
(ἐτιμάου)
ἐτιμῶ
(ἐτιμάετο)
ἐτιμᾶτο
(ἐτιμαόμεθα)
ἐτιμώμεθα
(ἐτιμάεσθε)
ἐτιμᾶσθε
(ἐτιμάοντο)
ἐτιμῶντο
|
ὑποτακτική
(τιμάωμαι) τιμῶμαι
(τιμάῃ)
τιμᾷ
(τιμάηται)
τιμᾶται
(τιμαώμεθα)
τιμώμεθα
(τιμάησθε)
τιμᾶσθε
(τιμάωνται)
τιμῶνται
εὐκτική
(τιμαοίμην) τιμῴμην
(τιμάοιο)
τιμῷο
(τιμάοιτο)
τιμῷτο
(τιμαοίμεθα)
τιμῷμεθα
(τιμάοισθε)
τιμῷσθε
(τιμάοιντο)
τιμῷντο
προστακτική
τιμάου) τιμῶ
(τιμαέσθω)
τιμάσθω
-
(τιμάεσθε)
τιμᾶσθε
(τιμαέσθων)
τιμάσθων
ἤ
(τιμαέσθωσαν) τιμάσθωσαν
ἀπαρέμφατο
(τιμάεσθαι) τιμᾶσθαι
μετοχή
(τιμαόμενος) τιμώμενος
(τιμαομένη)
τιμωμένη
(τιμαόμενον)
τιμώμενον
|
Τὰ ῥήματα ζῶ, πεινῶ, διψῶ καὶ χρῶμαι(=μεταχειρίζομαι) ἔχουν
χαρακτῆρα η καὶ ὄχι α ( ζή-ω, πεινή-ω, διψή-ω, χρή-ομαι).
Κλίνονται γενικὰ στὸν ἐνεστῶτα
καὶ τὸν παρατατικὸ κατὰ τὰ ῥήματα σὲ -άω, ἔχουν
ὅμως η(ἤ ῃ), ὅπου τὰ ῥήματα σὲ -άω ἔχουν ᾶ (ἤ ᾳ):
ὁριστ. παρατ. (ἔ-ζη-ον) ἔζων,
ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων.
εὐκτ. ἐνεστ. (ζη-οίην) ζῴην,
ζῴης, ζῴη, ζῷμεν, ζῷτε, ζῷεν.
προστ. ἐνεστ. μόνο β’ ἐν.
(ζῆ-ε) ζῆ καὶ γ’ ἐν. (ζη-έτω) ζήτω.
ἀπρμφ. ἐνεστ. (ζῆ-εν) ζῆν,
μτχ. ἐνεστ. (ζή-ων) ζῶν, ζῶσα, ζῶν.
Τό ῥῆμα πεινῶ καὶ διψῶ:
ὁριστ. παρατ. (ἐ-πείνη-ον)
ἐπείνων, ἐπείνης, ἐπείνη κτλ.
εὐκτ. ἐνεστ. (πεινη-οίην)
πεινῴην, πεινῴης, πεινῴη κτλ.
προστ. ἐνεστ. (πείνη-ε)
πείνη, πεινήτω, πεινῆτε, πεινώντων κτλ.
ἀπρμφ. ἐνεστ. (πεινῆ-εν)
πεινῆν. μτχ. ἐνεστ. (πεινή-ων) πεινῶν, -ῶσα, -ῶν.
Ἔτσι καὶ (διψή-ω) διψῶ,
διψῇς, διψῇ κτλ.
Τὸ ῥῆμα χρῶμαι:
παρατ. (ἐ-χρη-όμην) ἐχρώμην,
ἐχρῶ, ἐχρῆτο, ἐχρώμεθα, ἐχρῆσθε, ἐχρῶντο.
ὑποτ. ἐνεστ. (χρή-ωμαι)
χρῶμαι, χρῇ, χρῆται κτλ.
εὐκτ. ἐνεστ. (χρη-οίμην)
χρῴμην, χρῷο, χρῷτο, χρῴμεθα, χρῷσθε, χρῷντο.
προστ. ἐνεστ. (χρή-ου) χρῶ,
χρήσθω, χρῆσθε, χρήσθων ἤ χρήσθωσαν.
ἀπρμφ. ἐνεστ. (χρή-εσθαι)
χρῆσθαι, μτχ. (χρη-όμενος) χρώμενος κτλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου