Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Συνηρημένα ρήματα αρχαίας ελληνικής σε -άω





Σ Υ Ν Η Ρ Η Μ Ε Ν Α Ρ Η Μ Α Τ Α
Α ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ ΣΕ –ΑΩ

Οι συναιρέσεις που γίνονται στα ρήματα σε –άω είναι οι εξής:
1) α + ε,  α + η   = α           πχ. τίμαε = τίμα, τιμάητε = τιμτε
2) α +ει,  α +    =            πχ. τιμάει = τιμ
3) α + ο,  α + ω,  α +ου = ω   πχ. τιμάομεν = τιμμεν
4) α + οι  =                     πχ. τιμάοιμι =τιμμι
·         Oι συναιρέσεις γίνονται στον Ενεστώτα και Παρατατικό.
·        Τα ρήματα σε –άω σχηματίζουν τους άλλους χρόνους με έκταση του τελευταίου φωνήεντος του θέματος σε μακρό πχ. τιμάω-   Μελλ. τιμήσωΑορ. τίμησα
Εξαιρούνται αυτά που εμπρός από το χαρακτήρα έχουν το φθόγγο ε, ι, ρ.
πχ.  ἐῶ          Μελλ. άσω            Αορ. εασα
      ἰῶμαι       Μελλ.  άσομαι        Αορ. άθην
      θηρ       Μελλ. θηράσω        Αορ. θήρασα
 ΄ Τ Α Ξ Η Σ

Ἐνεστῶτας          

ὁριστική                                ὑποτακτική                     εὐκτική
(τιμάω) τιμ                          (τιμάω) τιμ                (τιμάοιμι) τιμῷμι   (τιμαοίην) τιμῴην
(τιμάεις) τιμᾷς                         τιμάῃς) τιμᾷς           (τιμάοις) τιμῷς  (τιμαοίης) τιμῴης
(τιμάει) τιμ                             (τιμάῃ) τιμ                (τιμάοι) τιμ (τιμαοίη) τιμῴη
(τιμάομεν) τιμμεν                (τιμάωμεν) τιμῶμεν          (τιμάοιμεν) τιμῷμεν
(τιμάετε) τιμτε                         (τιμάητε) τιμᾶτε                 (τιμάοιτε) τιμῷτε
(τιμάουσι) τιμσι(ν)                    (τιμάωσι) τιμῶσι(ν)             (τιμάοιεν) τιμῷεν


Προστακτική               ἀπαρέμφατο                                       μετοχή
τίμαε) τίμα                                 ( τιμάειν) τιμᾶν                          (τιμάων) τιμῶν
(τιμαέτω) τιμάτω                      (ἀπὸ τὸ τιμά-εν)                       (τιμάουσα) τιμῶσα
-                                                                                                   (τιμάον) τιμῶν
(τιμάετε) τιμᾶτε
(τιμαόντων) τιμώντων
ἤ (τιμαέτωσαν) τιμάτωσαν

Παρατατικός
ὁριστική
(ἐτίμαον) ἐτίμων
(ἐτίμαες) ἐτίμας
(ἐτίμαε) ἐτίμα
(ἐτιμάομεν) ἐτιμῶμεν
(ἐτιμἀετε) ἐτιμᾶτε
(ἐτίμαον) ἐτίμων



Β’ ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ

Ἐνεστῶτας  ὁριστική
Παρατατικός
ὁριστική
 (τιμάομαι) τιμῶμαι
(τιμάῃ ἤ -ει) τιμ
(τιμάεται) τιμᾶται
(τιμαόμεθα) τιμώμεθα
(τιμάεσθε) τιμᾶσθε
(τιμάονται) τιμῶνται

 (ἐτιμαόμην) ἐτιμώμην
(ἐτιμάου) ἐτιμ
(ἐτιμάετο) ἐτιμᾶτο
(ἐτιμαόμεθα) ἐτιμώμεθα
(ἐτιμάεσθε) ἐτιμᾶσθε
(ἐτιμάοντο) ἐτιμῶντο
ὑποτακτική
(τιμάωμαι) τιμῶμαι
(τιμάῃ) τιμ
(τιμάηται) τιμᾶται
(τιμαώμεθα) τιμώμεθα
(τιμάησθε) τιμᾶσθε
(τιμάωνται) τιμῶνται
εὐκτική
(τιμαοίμην) τιμῴμην
(τιμάοιο) τιμῷο
(τιμάοιτο) τιμῷτο
(τιμαοίμεθα) τιμῷμεθα
(τιμάοισθε) τιμῷσθε
(τιμάοιντο) τιμῷντο
προστακτική
τιμάου) τιμ
(τιμαέσθω) τιμάσθω
-
(τιμάεσθε) τιμᾶσθε
(τιμαέσθων) τιμάσθων
ἤ (τιμαέσθωσαν) τιμάσθωσαν
ἀπαρέμφατο
(τιμάεσθαι) τιμᾶσθαι


μετοχή
(τιμαόμενος) τιμώμενος
(τιμαομένη) τιμωμένη
(τιμαόμενον) τιμώμενον






Τὰ ῥήματα ζῶ, πεινῶ, διψῶ καὶ χρῶμαι(=μεταχειρίζομαι) ἔχουν χαρακτῆρα η καὶ ὄχι α ( ζή-ω, πεινή-ω, διψή-ω, χρή-ομαι).
Κλίνονται γενικὰ στὸν ἐνεστῶτα καὶ τὸν παρατατικὸ κατὰ τὰ ῥήματα σὲ -άω, ἔχουν ὅμως η(ἤ ), ὅπου τὰ ῥήματα σὲ -άω ἔχουν  (ἤ ):



Τὸ ῥῆμα ζῶ:
ὁριστ. καὶ ὕποτ. ἐνεστ. (ζή-ω) ζῶ, ζῇς, ζῇ, ζῶμεν, ζῆτε, ζῶσι(ν).
ὁριστ. παρατ. (ἔ-ζη-ον) ἔζων, ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων.
εὐκτ. ἐνεστ. (ζη-οίην) ζῴην, ζῴης, ζῴη, ζῷμεν, ζῷτε, ζῷεν.
προστ. ἐνεστ. μόνο β’ ἐν. (ζῆ-ε) ζῆ καὶ γ’ ἐν. (ζη-έτω) ζήτω.
ἀπρμφ. ἐνεστ. (ζῆ-εν) ζῆν, μτχ. ἐνεστ. (ζή-ων) ζῶν, ζῶσα, ζῶν.

Τό ῥῆμα πεινῶ καὶ διψῶ:
ὁριστ. καὶ ὕποτ. ἐνεστ. (πεινή-ω) πεινῶ, πεινῇς, πεινῇ κτλ.
ὁριστ. παρατ. (ἐ-πείνη-ον) ἐπείνων, ἐπείνης, ἐπείνη κτλ.

εὐκτ. ἐνεστ. (πεινη-οίην) πεινῴην, πεινῴης, πεινῴη κτλ.

προστ. ἐνεστ. (πείνη-ε) πείνη, πεινήτω, πεινῆτε, πεινώντων κτλ.

ἀπρμφ. ἐνεστ. (πεινῆ-εν) πεινῆν. μτχ. ἐνεστ. (πεινή-ων) πεινῶν, -ῶσα, -ῶν.
Ἔτσι καὶ (διψή-ω) διψῶ, διψῇς, διψῇ κτλ.

Τὸ ῥῆμα χρῶμαι:
ὁριστ. ἐνεστ. (χρή-μαι) χρῶμαι, χρῇ, χρῆται, χρώμεθα, χρῆσθε, χρῶνται.
παρατ. (ἐ-χρη-όμην) ἐχρώμην, ἐχρῶ, ἐχρῆτο, ἐχρώμεθα, ἐχρῆσθε, ἐχρῶντο.
ὑποτ. ἐνεστ. (χρή-ωμαι) χρῶμαι, χρῇ, χρῆται κτλ.
εὐκτ. ἐνεστ. (χρη-οίμην) χρῴμην, χρῷο, χρῷτο, χρῴμεθα, χρῷσθε, χρῷντο.
προστ. ἐνεστ. (χρή-ου) χρῶ, χρήσθω, χρῆσθε, χρήσθων ἤ χρήσθωσαν.

ἀπρμφ. ἐνεστ. (χρή-εσθαι) χρῆσθαι, μτχ. (χρη-όμενος) χρώμενος κτλ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου